Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

6 Μάρτη 1910: Αγροτική εξέγερση στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας.

Ιστορικό αφιέρωμα στις κινητοποιήσεις της αγροτιάς: 1910, η εξέγερση του Κιλελέρ



«Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ ναφυτεύσω εις την ψυχήν των χωρικών,

διά να γίνωσι μίαν ημέραν ελεύθεροι -

ήδη είνε είλωτες – και επειδή η εργασία

αύτη απαιτεί οικονομικήν ευρωστίαν -

οιονεί λίπασμα διά το φυτόν – διά τούτο

προσπαθώ το κατά δύναμιν ν’ αφαιρεθώσιν

από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα των

τσιφλικιούχων, διά να δωθώσιν εις τους

αδίκως εξ αυτών απογυμνωθέντας χωρικούς…

Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον

των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως

μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της

εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους

ανεξαρτησίας του καλλιεργητού»

Μαρίνος Αντύπας

Στις 6/19 Μαρτίου του 1910, ημέρα Σάββατο, πριν καλά – καλά ξημερώσει, οι κολίγοι απ’ άκρη σ’ άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και κόκκινες σημαίες, ξεκίνησαν έχοντας ως προορισμό το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του Δήμου Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους Δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου2.

Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της Λάρισας θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο, το οποίο και περίμεναν από πολύ νωρίς στο σταθμό του Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) και του Τσουλάρ (σημερινή Μελία).Ομως πριν συνεχίσουμε την εξιστόρηση, ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν κι ας προσπαθήσουμε να δούμε τι ήταν αυτό που ξεσήκωνε τους κολίγους.
Το άλυτο αγροτικό πρόβλημα

Είναι γνωστό πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά την Επανάσταση του ’21, αλλά μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά, ενώ στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.

Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία, στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Βερολίνου. Ομως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Ελληνας, ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του προκατόχου του. Πέρα όμως από αυτό, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής επιβαρυνόταν και από τη διεθνή κατάσταση, δεδομένου ότι την εποχή που η Θεσσαλία πέρασε στην ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού). Ετσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που – ας σημειωθεί – στη συνέχεια αποκλήθηκαν από το κράτος ως εθνικοί ευεργέτες.

Πώς ζούσαν, επομένως, οι κολίγοι της Θεσσαλίας τώρα που δεν είχαν τον Τούρκο στο κεφάλι τους;

«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα – γράφει ο Δ. Μπούσδρας3 - υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων… Κατώκουν (σ.σ. οι κολήγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν την αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρηται ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου…».Τέτοια ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν άλλωστε κορυφαίοι αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ. Παπαναστασίου, για παράδειγμα, σε μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την άνοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε άλλα4:

«Κατά τον επικρατούντα εις την θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δεύτερα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών… Εις την Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».

Το έδαφος, επομένως, στη Θεσσαλία ήταν αρκετά γόνιμο για να φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολίγων, που το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης. Ενα σύνθημα που λέγεται ότι το έριξε πρώτη η Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής σαν τον Μαρίνο Αντύπα, που στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι τσιφλικάδες στις 9/3/1907. Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν, επίσης, και οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου, ενώ σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909), που ως γεγονός συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον αγώνα, αν και ως προς τα αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο.
Το κίνημα των κολίγων φουντώνει

Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Ετσι φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο «Γεωργικός Σύλλογος» και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει αυτή την πορεία του κινήματος των κολίγων προς την κορύφωση, μια μελέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (Α.Κ.Ε.)5:

«Οσο τα τσιφλίκια εξακολουθούν να μένουν αμοίραστα – σημειώνει το Α.Κ.Ε. – κι όσο συνεχίζει η άθλια κατάστασή τους, τόσο και πιο πολύ οι Θεσσαλοί κολήγοι ξεσηκώνονται και με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις διεκδικούν το δίκιο τους.

Απ’ το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται αναμμένο ηφαίστειο, έτοιμο να ξεσπάσει. Οι αγρότες της Θεσσαλίας βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση. Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα στα Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σ’ όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι “αγροτόπαιδα” γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους δουλευτάδες της θεσσαλικής γης, τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τους καλούν σε ομαδικό αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια που θα γίνουν σ’ όλες τις θεσσαλικές πόλεις… Η αγανάκτηση των εξεγερμένων κολήγων κορυφώθηκε τόσο, ώστε άρχισαν να ξεσπούν σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του κράτους τους».

Το πόσο οξυμένα ήταν τα πνεύματα των κολίγων στις αρχές Μαρτίου του 1910, το δείχνει ένα ακόμη γεγονός: Οταν προετοιμαζόταν το συλλαλητήριο της Λάρισας, είχε ριχτεί η ιδέα οι χωρικοί να κατέβουν οπλισμένοι, αλλά παρενέβησαν οι δήμαρχοι των χωριών και συγκράτησαν την αγανακτισμένη αγροτική μάζα. «Οι Δήμαρχοι – σχολιάζει ο Γ. Κορδάτος6 - ήταν μεγαλονοικοκυραίοι που είχαν τον τρόπο τους και φυσικά δεν είχαν επαναστατική ψυχολογία. Ηταν οι ασυνείδητοι πράχτορες των αστοτσιφλικάδων».
Το μακελειό της 6ης Μαρτίου 1910

Κι ενώ οι χωρικοί αποφάσιζαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, λίγες ημέρες πριν, οι εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν πολεμικό κλίμα.

«Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία – έγραφε στην “ΕΣΤΙΑ” ο Αδ. Κύρου – να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς».

Και η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος, αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία…»7. Ετσι ξημέρωσε η 6η Μαρτίου του 1910, η μέρα του μεγάλου συλλαλητηρίου.

Στη Λάρισα, όπως προαναφέραμε, συνέρεε πλήθος λαού κι οι χωρικοί των απομακρυσμένων περιοχών κατέβαιναν τραγουδώντας προς τους σταθμούς του τρένου. Σε λίγο η εικόνα θα άλλαζε εντελώς.

Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι- ύστερα από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη, που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία – τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια βρίζοντας χυδαία τους κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαΐσματα, ενώ ορισμένοι άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από μέρους του Πολίτη συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.

Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Το αίμα κυλάει άφθονο.

Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος, βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:

«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου

Α π α ι τ ε ί

α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.

β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.

γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»8.

Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.

`ΕΝΤΟΝΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΒΥΗ

 Θέλει πολύ να το καταλάβετε ότι όπου εμλπέκονται οι αμερικάνοι τίποτε καλό δε προμυνύεται?
Συνάντηση με το γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί είχε την Παρασκευή ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, την ώρα στα ευρωπαϊκά κράτη επικρατεί έντονος προβληματισμός για τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη λαϊκή εξέγερση στη Λιβύη....
Η συνάντηση έγινε μια εβδομάδα μετά την έκτακτη σύνοδο των ευρωπαίων ηγετών με θέμα τη Λιβύη και την γενική κατάσταση στη βόρεια Αφρική.
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΕ έχει ήδη επιβάλει εμπάργκο όπλων στη Λιβύη και έχει παγώσει τα περιουσιακά στοιχεία 26 ανώτατων στελεχών της χώρας αυτής περιλαμβανόμενου και του συνταγματάρχη Καντάφι.
Η Γαλλία και η Βρετανία ανακοίνωσαν την Πέμπτη ότι θα συνεχίσουν να ασκούν πιέσεις για την επιβολή ζώνης εναέριου αποκλεισμού πάνω από τη Λιβύη εάν το καθεστώς του συνταγματάρχη Καντάφι συνεχίσει να επιτίθεται από αέρος κατά των εξεγερμένων πολιτών.
Υπάρχουν και ορισμένες χώρες μέλη της ΕΕ που είναι πολύ επιφυλακτικές και δεν τάσσονται υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαία Επίτροπος αρμόδια για την Ανθρωπιστική Βοήθεια, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα δήλωσε «όλο και πιο ανήσυχη» από την κατάσταση των προσφύγων στα σύνορα μεταξύ Λιβύης και Τυνησίας και ζήτησε από τις λιβυκές αρχές να επιτρέψουν την είσοδο εργαζομένων των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Η κ. Γκεοργκίεβα κατά την επιστροφή της από τη συνοριακή περιοχή Λιβύης - Τυνησίας δήλωσε ότι είναι «όλο και πιο ανήσυχη για την ανθρωπιστική κατάσταση εκεί κυρίως από την λιβυκή πλευρά των συνόρων. Οι πληροφορίες για την επιδείνωση της κατάστασης είναι πολλές ενώ ο αριθμός αυτών που περνούν τα σύνορα είναι αδιευκρίνιστος και οι ανάγκες καθημερινά μεγαλώνουν», ανέφερε.
«Έπεσε το Ρας Λανούφ»
Πολλές δεκάδες οχήματα που μεταφέρουν εξεγερμένους, εξοπλισμένους με καλάσνικοφ, αντιαεροπορικές συστοιχίες και κανόνια κατευθύνονται από την πόλη Ατζαμπίγια, μέσα σε κλίμα ευφορίας, προς την Μπρέγκα και το Ρας Λανούφ, που απέχει περίπου 200 χιλιόμετρα δυτικότερα.
«Το Ρας Λανούφ έπεσε. Είναι στα χέρια μας» δήλωσε ένα μέλος των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στη δυτική έξοδο της Ατζαμπίγια, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου 200 άνθρωποι. «Μέχρι και πριν από τρεις ώρες γίνονταν μάχες στο Ρας Λανούφ. Και τώρα το Ρας Λανούφ είναι καθαρό», είπε από την πλευρά του ο Ιντρίς Άμπιλ ελ-Μαγκρέμπι, ο επικεφαλής των δυνάμεων στο σταθμό ελέγχου της περιοχής.
Ένας άλλος ένοπλος, που δήλωσε ότι ονομάζεται Γιουνές, διευκρίνισε πάντως ότι το απόγευμα σημειώνονταν σφοδροί βομβαρδισμοί στο Ρας Λανούφ, που βρισκόταν μέχρι και σήμερα υπό τον έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων.
Στην Βεγγάζη τουλάχιστον 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από βομβαρδισμούς σε αποθήκη όπλων, ενώ οι νεκροί στη Ζαουίγια μετά τους βομβαρδισμούς από δυνάμεις του Καντάφι είναι τουλάχιστον 15.
Airbus για την εκκένωση προσφύγων από το Βέλγιο
Το Βέλγιο αποφάσισε την Παρασκευή να θέσει ένα Airbus στη διάθεση της εναέριας γέφυρας για την εκκένωση προσφύγων που βρίσκονται στα σύνορα Τυνησίας και Λιβύης απαντώντας έτσι στο σχετικό αίτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανέφερε η βελγική κυβέρνηση σε ανακοίνωσή της.
«Ένα βελγικό Airbus θα ναυλωθεί από τη Δευτέρα και θα βοηθήσει στον επαναπατρισμό έως και 2.500 προσφύγων. Μέσω αυτής της προσπάθειας το Βέλγιο συνεισφέρει στις δεσμεύσεις της διεθνούς κοινότητας που επιθυμεί να απαντήσει στις ανθρωπιστικές επιπτώσεις της κρίσης στην περιοχή», επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
Το Airbus, ένα Α 330-300 που ανήκει στη βελγική Εθνική Άμυνα, αναμένεται να κάνει δύο δρομολόγια την ημέρα, σε κάθε ένα από τα οποία θα μπορεί να εκκενώνει 250 ανθρώπους, για πέντε ημέρες, όπως διευκρίνισαν πηγές από την κυβέρνηση του Βελγίου.

5 Μαρτίου 1870: Γενήθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γερμανίδα κομουνίστρια και επαναστάτρια. [θαν. 15/1/1919]

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μία από τις πλέον αγνές, συνεπείς και ανεξάρτητες μορφές του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε το 1871 στο Ζάμοστς της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας και ήταν το μικρότερο από πέντε παιδιά εβραίων μικροαστών γονέων προοδευτικής νοοτροπίας και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων. Οταν η Ρόζα ήταν πέντε ετών η ζωή της κινδύνεψε από βαριά αρρώστια η οποία της άφησε ισόβια αναπηρία στο ένα της πόδι. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανέπτυξε παράνομη πολιτική δράση από τα γυμνασιακά της χρόνια στη Βαρσοβία. Στα 18 της χρόνια, το 1889, αφενός για να αποφύγει τη σύλληψη, όπως έκαναν και πολλοί συμπατριώτες της εκείνη την εποχή, και αφετέρου για να συνεχίσει τις σπουδές της, η Ρόζα μετανάστευσε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία.

Κατά τα φοιτητικά της χρόνια στη Ζυρίχη η Λούξεμπουργκ γνώρισε πολλούς εξέχοντες ρώσους σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Πλεχάνοφ, ο Αξελροντ και άλλοι. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και ο δεσμός της με τον ομοϊδεάτη της Λέο Γιόγκιχες, ο οποίος υπήρξε ισόβιος φίλος της και για μια εποχή εραστής της. Το 1898 η Λούξεμπουργκ πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Γκούσταφ Λύμπεκ, για να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα, και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο με τον σκοπό να εργαστεί στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς.

Ηδη τότε η Λούξεμπουργκ είχε εκφράσει οξύτατες θεωρητικές διαφωνίες τόσο με το πολωνικό όσο με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το κυριότερο σημείο της αντίθεσής της αφορούσε το ζήτημα της πολωνικής αυτοδιάθεσης την οποία πρέσβευαν και τα δύο αυτά κόμματα. Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι η αυτοδιάθεση στην ουσία εξασθένιζε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και άλλο δεν έκανε παρά να ενισχύει την κυριαρχία της αστικής τάξης στα κράτη που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Για τη Λούξεμπουργκ η μεγάλη δύναμη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν ο διεθνιστικός χαρακτήρας του.

Αλλος στόχος της διαφωνίας της Λούξεμπουργκ υπήρξε ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Εντουαρντ Μπερνστάιν, ο πατέρας του ρεβιζιονισμού, ο οποίος υποστήριζε ότι η μαρξιστική θεωρία είχε ανάγκη από ριζική αναθεώρηση, κυρίως ως προς το θέμα της αναγκαιότητας της επανάστασης. Ο Μπερνστάιν διατύπωσε την άποψη ότι, κυρίως στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, η επανάσταση ως μέσον για την κοινωνική μεταβολή είχε καταστεί πλέον περιττή και ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να επιδιώξουν την πραγματοποίηση των σκοπών τους από τον δρόμο της κοινοβουλευτικής και της συνδικαλιστικής δράσης. Με το έργο της Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση; (1900) η Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις απόψεις εμμένοντας αταλάντευτα στην ανάγκη της επανάστασης ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή.

Συνεχίζοντας την έντονη πολιτική δράση της με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και συγκρότηση διαδηλώσεων και σε διαρκή σύγκρουση με τις αρχές η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολεμούσε πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Επικριτική ήταν η στάση της και απέναντι στον Λένιν σε πολλά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής του. Η σχετική κριτική της συνοψίζεται θαυμάσια στα λόγια που απηύθυνε στον Λένιν επισημαίνοντάς του ότι δεν είχε επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως διατεινόταν, αλλά δικτατορία επί του προλεταριάτου.

Στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Λούξεμπουργκ πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Διαφωνώντας με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τη γερμανική πολεμική προσπάθεια, η Λούξεμπουργκ ίδρυσε μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ την Ενωση Σπάρτακος η οποία είχε ως σκοπό τον τερματισμό του πολέμου και αργότερα μετεξελίχθηκε στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.

Το 1919 στο Βερολίνο μέλη παραστρατιωτικής οργάνωσης υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες δολοφόνησαν άγρια τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ και πέταξαν τα πτώματά τους σε ένα κανάλι.

Οσο ζούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, αν και αγωνίστηκε με πείσμα, δεν κατόρθωσε να δώσει σάρκα και οστά στις απόψεις της για τον σοσιαλισμό. Μετά τον θάνατό της, όσο και αν ο σεβασμός για το πρόσωπό της δεν έσβησε ποτέ ανάμεσα στους μαρξιστές, τα πιστεύω της πολεμήθηκαν σφοδρά από το σοβιετικό κατεστημένο. Τα τελευταία χρόνια όμως, και ιδίως μετά τη φιλελευθεροποίηση της τότε ΕΣΣΔ και την τελική κατάρρευσή της, το ενδιαφέρον για τις θεωρίες της Λούξεμπουργκ αναζωπυρώθηκε και η «κόκκινη Ρόζα», όπως την έλεγαν, θεωρείται πλέον η ιδεολογική ιδρύτρια του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».