Είτε η ανάγκη επικρατεί στα ανθρώπινα είτε η πλήξη, είναι πάντως αυτές οι έννοιες που μας οδηγούν στη σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης, ίσως για να εξορίσουμε τον πόλεμο που διεξάγεται κάθε μέρα στις κοινωνικές σχέσεις (τον πόλεμο όλων εναντίον όλων). Οντας αδύναμα φυσικά πλάσματα, χωρίς νύχια γαμψά, κοφτερά δόντια ή κέρατα που απαιτούνται για να επιβιώσουν τα δυνατά ζώα, χρησιμοποιούμε τον νου, αλλά, τι κρίμα, την προσποίηση του νου, ή τις ψευδαισθήσεις και τα οράματα. Ολα αυτά με λεπτότητα, είναι αλήθεια, λεπτότητα που ταυτίζεται με την υποκριτική και τη γραμματική της μάσκας, μιας γλώσσας τραυλής, χαμένης στη μετάφρασή της σε μιαν άλλην, άγνωστη.
Εάν η γλώσσα παράγεται από την ποιητική ορμή του ανθρώπου να δημιουργήσει, άλλο τόσο οι γιορτές είναι απόρροια της συνθηκολόγησης μερικών ημερών ώστε μετά να ξαναβγούμε στον πόλεμο χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχικά συμπλέγματα. Το καθήκον μας το πράξαμε· φάγαμε τη γαλοπούλα μας (όσοι μπορέσαμε), ήπιαμε τα ποτά μας (υποθέτουμε, πάντα), μιλήσαμε βακχικά ή πεζά και τέλος. Ονειροπολήσαμε. Ολα αυτά έως χθες. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε αύριο, μεθαύριο με τόση βία και τόση φτώχεια γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μέσα μας: εκεί που ενεδρεύουν η απληστία, η αδηφαγία, η αρχομανία, το δολοφονικό, ό,τι έχει καταφέρει να επικαλύψει η συνείδηση, οι συμφωνίες για ειρήνη. Το θέλουμε είτε όχι, ζούμε στη μεθόριο του πολιτισμού· εάν υπερβούμε το λεπτό όριο, κινδυνεύουμε να βρεθούμε στον άλογο κόσμο… Ε, και κατόπιν όποιος επιζήσει…