Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Βενεζουέλα... «Ιστορική αμνησία» και διδάγματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Βενεζουέλα διέρχεται μια βαθιά κρίση... 

Το αριστερό αμερικανικό περιοδικό Jacobin, προς επιβεβαίωση, επικαλείται μια ομάδα σοσιαλιστών στη χώρα, που υπερασπίζονται την κληρονομιά του Ουγκό Τσάβες, και η οποία σκιαγραφεί μια ζοφερή εικόνα της καθημερινότητας εκεί: Μισθοί που δεν μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες, ένας από τους υψηλότερους πληθωρισμούς στον κόσμο, ελλείψεις σε προϊόντα εξαιτίας της συσσώρευσης, της κερδοσκοπικής μεταπώλησης και της χαμηλής αγροτοβιομηχανικής παραγωγής, φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας, διαφθορα που παραμένει ατιμώρητη και οργανωμένο έγκλημα. Όλα μαζι δημιουργούν μια ακραία και πρωτοφανή κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση. 

Η αποτυχία της κυβέρνησης του Μαδούρο να διατηρήσει ένα ικανοποιητικό και δημοφιλές βιοτικό επίπεδο επέτρεψε στην δεξιά αντιπολίτευση να αναλάβει τον έλεγχο της εθνικής συνέλευσης της Βενεζουέλας, με αποτέλεσμα μια πικρή διαμάχη μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας που δεν έχει ακόμη επιλυθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι λεπτομέρειες της κρίσης της Βενεζουέλας έχουν αναφερθεί πολλάκις και με διαφορετικές επισημάνσεις ανάλογα με την πλευρά που υποστηρίζει ο καθένας. 

Όμως, όπως σημειώνει το Jacobin στην ανάλυσή του, δεν μπορεί να υπάρξει ειλικρινής αναφορά για το πού πήγαν στραβά τα πράγματα στη Βενεζουέλα, αν δεν ξεκινά από την αναγνώριση του τι έχει προσφέρει ο Τσαβισμός. Το πείραμα που ξεκίνησε ο Ούγκο Τσάβες, αφού έγινε πρόεδρος το 1999 με ένα μέτριο πρόγραμμα κοινωνικής μεταρρύθμισης, τέθηκε σταδιακά στο επίκεντρο της διεθνούς αριστεράς. Ο Richard Gott έκανε μια πρώιμη προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου στη βιογραφία του για τον ηγέτη της Βενεζουέλας. Το βιβλίο του έτυχε περιφρονητικής αναφοράς στον «Guardian» από έναν συντάκτη της «Buenos Aires Herald», ο οποίος έγραψε ότι η Λατινική Αμερική χρειάζεται «λιγότερους Μεσσίες και πιο συνηθισμένους άνδρες και γυναίκες με καλές γνώσεις οικονομικής διαχείρισης».

Αυτή ήταν η κυρίαρχη άποψη στην αυγή του 21ου αιώνα, παρά τις προσπάθειες των κινημάτων αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση: όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης μιας οικονομίας είχαν ήδη ρυθμιστεί από την Washington Consensus* («Ομοφωνία της Ουάσιγκτον»), σύμφωνα με την οποία, το μόνο που χρειάζεται ένας καλός ηγέτης είναι ικανές διαχειριστικές δεξιότητες.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Τσάβες το 2002 όξυνε το ενδιαφέρον για τη Βενεζουέλα, όπως και η νίκη του στο δημοψήφισμα για την συνέχιση της θητείας του το 2004. Μέχρι τη στιγμή που επανεκλέχθηκε το 2006, ήταν σαφές στους περισσότερους παρατηρητές ότι συμβαίνει κάτι συναρπαστικό, με σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή, αν όχι στον κόσμο. Οι εξελίξεις σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής συνέβαλαν στην αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης, από την ανάληψη της προεδρίας της Βραζιλίας από τον Λουλά το 2003, μέχρι τον κύκλο διαμαρτυρίας στην Βολιβία που έφερε τελικά τον Μοράλες και το Κίνημα του Σοσιαλισμού στην εξουσία.

Για τους δημοσιογράφους, που άρχισαν να κάνουν - ευφάνταστο ομολογουμένως - λόγο για μια «ροζ παλίρροια» που «κατακλύζει» την Λατινική Αμερική, ήταν αρκετά διασκεδαστικό ότι οποιοσδήποτε στη Βενεζουέλα μπορούσε να βρει τον Τσάβες μια ελκυστική φιγούρα. Η ιδέα ότι μπορεί να έχει ένα εκρηκτικό «φαν κλαμπ» στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες τους χτύπησε ως απόλυτη φρενίτιδα. Η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να φανταστούν ήταν η απόλαυση από τις ομιλίες του Τσάβες κατά της κυβέρνησης Μπους, όπως η εμφάνιση στα Ηνωμένα Έθνη το 2006, όταν αναφέρθηκε στον Αμερικανό πρόεδρο ως «διάβολο».

Ωστόσο, εάν οι επιθέσεις εναντίον του Μπους και του Τσένι ήταν αρκετές για να κερδίσουν θαυμαστές, τότε ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ θα είχε γίνει ήδη ανάρπαστο πρωτοσέλιδο. Στην πραγματικότητα, η λεκτική «τρέλα» του Τσάβες έπαιξε ένα μικρό ρόλο στην δημοτικότητά του. Το ιστορικό της κυβέρνησής του στην εγχώρια σκηνή ήταν αυτό που πραγματικά είχε σημασία. Μόλις είχε απόφυγει τις πρώτες προσπάθειες της δεξιάς αντιπολίτευσης για οικονομικό σαμποτάζ, η κυβέρνηση του Τσάβες ηγήθηκε του δραστικού χτυπήματος της φτώχειας και της έναρξης σημαντικών πρωτοβουλιών στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης που βελτίωσαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν από 8,2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 1998 σε 13,6% οκτώ χρόνια αργότερα. Η φτώχεια μειώθηκε από 55% το 2003 σε μόλις πάνω από 30% το 2006. Όταν ο Τσάβες ήρθε στην εξουσία για πρώτη φορά, υπήρχαν μόλις 1.600 γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης για έναν πληθυσμό 23.4 εκατομμυρίων ανθρώπων. Από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του, υπήρχαν σχεδόν 20.000 για έναν πληθυσμό 27 εκατομμυρίων. Περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα είχαν εγγραφεί σε προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων.

Εκτός από αυτές τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση Τσάβες μετασχημάτισε το πολιτικό σύστημα της Βενεζουέλας, καθιστώντας την πιο ανοικτή και δημοκρατική. Ο Τσάβες κληρονόμησε μια πολιτική κουλτούρα που χαρακτηριζόταν από τη βία, τη διαφθορά και την σχεδόν απόλυτη αποξένωση των πολιτών της Βενεζουέλας από τους ηγέτες τους. Η καθοριστική στιγμή της περιόδου που προηγήθηκε της νίκης του ήταν το Caracazo του 1989. Ο νεοεκλεγής πρόεδρος, Carlos Andrés Pérez, πήρε πίσω τη δέσμευσή του να σπάσει το πρόγραμμα λιτότητας που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε επιβάλει και επέβαλε βαθιές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και έστειλε τον στρατό να καταστείλει βίαιες διαμαρτυρίες στο Καράκας και σε άλλες πόλεις. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει άγνωστος - πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν είχαν ταφεί σε μαζικούς τάφους - αλλά ο αληθινός αριθμός μπορεί να φθάνει τους 3.000 νεκρούς.

Μέχρι τη στιγμή που ο Τσάβες ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνησή του θα μπορούσε να απαιτήσει πίστωση χρόνου για μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Latinobarometro, το ποσοστό των ικανοποιημένων από το πολιτικό τους σύστημα Βενεζουελανών αυξήθηκε από 32% το 1998 σε πάνω από 57% και οι ίδιοι ήταν οι πιο δραστήριοι πολιτικά από τους πολίτες οποιασδήποτε άλλης χώρας. Το 56% πιστεύει ότι οι εκλογές στη χώρα είναι «καθαρές» και μαζί με τους Ουρουγουανούς, οι Βενεζουελάνοι εξέφραζαν το υψηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στις εκλογές ως το πιο αποτελεσματικό μέσο προώθησης της αλλαγής στη χώρα.

Ένα νέο σύνταγμα έδωσε στους πολίτες περισσότερα περιθώρια για να διατηρούν τους ηγέτες τους υπόλογους μέσω ενός δικαιώματος ανάκλησης για όλους τους δημόσιους αξιωματούχους (τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκμεταλλεύτηκαν αυτό το αποτυχημένο δημοψήφισμα για την ανάκληση του 2004). Αυτό επιτεύχθηκε παρά τις συνεχείς προσπάθειες της δεξιάς αντιπολίτευσης να ανατρέψει με βία την κυβέρνηση και να την αντικαταστήσει με μια δικτατορία τύπου Πινοσέτ. Παρά την θερμή σχέση του με τον Φιντέλ Κάστρο, ο Τσάβες δεν προσπάθησε να μιμηθεί το πολιτικό σύστημα της Κούβας και έδειξε πολύ μεγαλύτερη επιείκεια προς τους πραξικοπηματίες από ό, τι θα μπορούσε κανείς να αναμένει από οποιαδήποτε κυβέρνηση στη Δυτική Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική.

Ιστορική αμνησία

Δεν πρόκειται να ισχυριστεί κανείς ότι ο Τσςαβισμός είχε το τέλειο ρεκόρ όταν πρόκειται για δημοκρατικά δικαιώματα: υπήρχαν βεβαίως βάσιμοι λόγοι για κριτική. Ειδικότερα, οι δυσάρεστες συνθήκες στις φυλακές της Βενεζουέλας δεν ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμορφωμένες και οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν μια «εκρηκτική σχέση» με τους κατοίκους των αστικών γειτονιών. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πρότυπα σε άλλες χώρες της Αμερικής, κανένα από αυτά δεν θα απέκλειε τη Βενεζουέλα από το να θεωρηθεί δημοκρατικό κράτος.

Γενικά, οι κριτικές στον Τσάβες απλώς δεν έλαβαν υπόψη τη βίαιη αντίσταση που αντιμετώπισε από την δεξιά αντιπολίτευση από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Για άλλη μια φορά, καταγράφηκε το φαινόμενο της «ιστορικής αμνησίας»: ο κίνδυνος της βίαιης αντεπανάστασης και η ανάγκη λήψης αποφασιστικών μέτρων για την αποτροπή αυτού του κινδύνου αποκλείστηκαν από τις κυρίαρχες αναλύσεις στη Δύση, σαν να μην υπήρχε η μακρά και φρικτή ιστορία των δημοκρατικά εκλεγμένων αριστερών κυβερνήσεων στην Λατινική Αμερική που ανατράπηκαν από στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Πώς να κρατήσεις τους λύκους έξω από την πόρτα, χωρίς να γίνεις λύκος ο ίδιος: Αυτό ήταν πάντα ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα για τις κυβερνήσεις που στρέφονται προς ριζικές αλλαγές. Αντί να αντιμετωπίζει αυτό το δίλημμα, η φιλελεύθερη προοπτική προϋποθέτει σιωπηρά την παράδοση στην αδυσώπητη επίθεση από τις συντηρητικές δυνάμεις. Στην ουσία πρόκειται για μια προσέγγιση που θα απέκλειε από την ιστορία τόσο τον Λίνκολν και τον Ρούσβελτ όσο και τον Λένιν ή τον Κάστρο.

Η Αριστερά της Βενεζουέλας δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η κυβέρνηση του Τσάβες χρειαζόταν υποστήριξη στις μάχες της με την δεξιά αντιπολίτευση και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Επίσης, δεν αμφιβάλλουν ότι το πείραμα του Τσαβισμού είχε σοβαρές ατέλειες που θα έπρεπε να αποκατασταθούν εάν επρόκειτο να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, όπως γραφειοκρατικές πρακτικές στο κίνημα και εκτεταμένη διαφθορά μεταξύ των κρατικών αξιωματούχων. Παρόλα αυτά, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πρόεδρος της Βενεζουέλας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της «βολιβαριανής διαδικασίας». Ο Τσάβες ήρθε στην εξουσία με έναν αόριστο τρόπο παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ηγέτη του «τρίτου τρόπου» στο καλούπι του Κλίντον ή του Μπλερ. Μόνο όταν οι παραδοσιακές ελίτ της Βενεζουέλας αντέδρασαν, ο Τσάβες ριζοσπαστικοποίησε την ατζέντα του.

Ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα

Όπως επισημαίνει ο Mick McCaughan στη μελέτη του για τον πρώιμο Τσαβισμό, η αποφασιστική στιγμή έλαβε χώρα το 2001, όταν ο Τσάβες παρουσίασε ένα πακέτο 49 μεταρρυθμίσεων. Αν και οι μεταρρυθμίσεις ήταν ήπιες, σηματοδότησαν «το σημείο στο οποίο οι επιχειρήσεις, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το πετρέλαιο, οι εκκλησίες και άλλοι σημαντικοί τομείς έριξαν το γάντι και ζήτησαν από την κυβέρνηση να υποχωρήσει ή να αντιμετωπίσει την πλήρη αντίσταση στη διατήρησή τους». Η ανατροπή απαιτούσε μια σχεδόν επαναστατική κινητοποίηση προς υπεράσπιση της εκλεγμένης κυβέρνησης.

Μόνο κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2006 ο Τσάβες κήρυξε τον σοσιαλισμό ως στόχο της διοίκησής του ως «σοσιαλισμό του 21ού αιώνα», ως αντίθεση στα αποτυχημένα πειράματα του προηγούμενου αιώνα. Σε μια ομιλία του στην οποία προσπάθησε να ενσωματώσει την ιδεολογική κληρονομιά του, το Golpe de Timón, ο Τσάβες κάλεσε το ακροατήριό του να «θυμηθεί τη Σοβιετική Ένωση, την οποία πήρε ο άνεμος. Στην Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρξε ποτέ δημοκρατία. . . Ένα από τα θεμελιωδώς νέα στοιχεία για το μοντέλο μας είναι ο δημοκρατικός χαρακτήρας του».

Αλλά ποτέ δεν ήταν απολύτως σαφές ποιος θα ήταν ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα. Ξανά και ξανά, ο Τσάβες καταδίκασε το καπιταλιστικό σύστημα και ζήτησε μια αποφασιστική ρήξη, όμως το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της Βενεζουέλας παρέμενε ακόμα στα ιδιωτικά χέρια. Ο κρατικός τομέας είχε επεκταθεί και υπήρχαν πολλά υποσχόμενα πειράματα στην αυτοδιαχείριση των εργαζομένων, αλλά η παλιά κυρίαρχη τάξη διατήρησε μεγάλο μέρος του πλούτου της και μια νέα ελίτ - η αποκαλούμενη “Bolibourgeoisie" (σσ. νεολογισμός από τις λέξεις μπουρζουαζία και βολιβαριανή διαδικασία) - είχε αρχίσει να εδραιώνει τη θέση της.

Τα τρία προβλήματα που άφησε στους διαδόχους του ο Τσάβες

Όταν τελικά αρρώστησε, ο Τσάβες άφησε πίσω του τρία βασικά προβλήματα για τους διαδόχους του. Το πρώτο ήταν το ζήτημα της ηγεσίας. Θα ήταν δύσκολο να βρεθεί ένας αντικαταστάτης του Τσάβες, ένας άνθρωπος σπάνιων πολιτικών ταλέντων με μεγάλη προσωπικότητα. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Τσάβες χειρίστηκε το ζήτημα, ορίζοντας τον Μαδούρο να πάρει τη θέση του, απλά ενίσχυσε τις «από πάνω προς τα κάτω» πτυχές του Τσαβισμού.

Στον οικονομικό τομέα, ο Τσάβες άφησε την Βενεζουέλα περισσότερο εξαρτημένη από ποτέ στις εξαγωγές πετρελαίου. Υπήρξε μεγάλη συζήτηση κατά τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησής του σχετικά με τη διαφοροποίηση της οικονομίας και την οικοδόμηση μιας ισχυρότερης παραγωγικής βάσης, αλλά αυτά τα σχέδια δεν προχώρησαν όσο οι τιμές του πετρελαίου συνέχισαν να ανεβαίνουν. Θα ήταν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα για κάθε κυβέρνηση να ξεπεράσει τη λεγόμενη "ολλανδική νόσο" σε μια εποχή που τα ελκυστικά έσοδα από το πετρέλαιο απορροφούσαν φθηνές εισαγωγές που έστελναν τις βιομηχανίες της Βενεζουέλας εκτός της εγχώριας αγοράς. Αλλά οι Τσαβιστές προσπερνούσαν το πρόβλημα με τον βαρύ δανεισμό από κράτη όπως η Κίνα, με βάση την υπόθεση ότι οι τιμές του πετρέλαιου είναι απίθανο να πέσουν πολύ. Όταν έπεσαν, η Βενεζουέλα βρέθηκε άσχημα εκτεθειμένη.

Πάνω απ 'όλα, ο Μαδούρο κληρονόμησε ένα σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών και τιμών των ελέγχων που είχε αρχικά συσταθεί για την αντιμετώπιση της οικονομικής δολιοφθοράς από την αντιπολίτευση στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά είχε εδώ και καιρό γίνει βαθιά δυσλειτουργικό. Οι επιβλαβείς επιπτώσεις αυτού του συστήματος ήταν (και είναι) αρκετά απλές. Όποιος μπορούσε να έχει πρόσβαση σε δολάρια με την επίσημη κρατική ισοτιμία θα ήταν σε θέση να τα πουλήσει στη μαύρη αγορά με τεράστια διαφορά. Τα ίδια κίνητρα ήρθαν στο προσκήνιο με τα τρόφιμα, τα φάρμακα και άλλα βασικά αγαθά. Ο Μαδούρο κατηγόρησε την αντιπολίτευση για την κρίση, καταγγέλοντάς την για «οικονομικό πόλεμο» εναντίον της κυβέρνησής του. Αλλά δεν υπάρχει καμία ανάγκη να μπει στο κάδρο ένα άμεσο πολιτικό κίνητρο: Αρκούσε να ακολουθήσεις τα κίνητρα και τους νόμους της αγοράς για να έχεις μια οικονομική σύγκρουση.

Το ερώτημα "αν ζούσε ο Τσάβες" και τα διδάγματα 

Αν δείχνει κάτι η κρίση της Βενεζουέλας είναι η ασάφεια του «σοσιαλισμού του εικοστού πρώτου αιώνα». Με την επιβολή ελέγχου των τιμών, αλλά αφήνοντας την παραγωγή και διανομή των προϊόντων σε μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικά χέρια, η Μπολιβαριανή κυβέρνηση πήγε πολύ μακρύτερα από τον καπιταλισμό, αλλά όχι αρκετά μακριά για τον σοσιαλισμό. Η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου θα προκαλούσε σοβαρές δυσκολίες για τη Βενεζουέλα σε κάθε περίπτωση, αλλά η αποτυχία να μεταρρυθμίσει το σύστημα των ελέγχων είναι ένα σοβαρό, αβίαστο λάθος που μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί μοιραίο για την όλη διαδικασία.

Είναι δελεαστικό να αναρωτηθούμε πώς ο Τσάβες θα είχε ανταποκριθεί στην κρίση, αν είχε ζήσει λίγα χρόνια περισσότερο. Είναι εύκολο να αντιπαραβάλουμε απλώς τις αρετές του Τσάβες με τις αδυναμίες του διαδόχου του. Ο Μαδούρο έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο. Αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Τσάβες να δείχνει την ίδια ατολμία απέναντι σε μια εμφανή καταστροφή.

Η ονειροπολήσεις για τον χαμένο ηγέτη δεν θα οδηγήσουν πουθενά, φυσικά. Είναι δύσκολο να δούμε πώς η σημερινή κρίση μπορεί να επιλυθεί με τρόπο που να διατηρεί την εποικοδομητική κληρονομιά της τσαβισμού, κυρίως τα κοινωνικά προγράμματα που έκαναν τόσα πολλά για να καλυτερεύσουν την ζωή των λαϊκών τάξεων και να ενδυναμώσουν την αίσθηση της συμμετοχής σε τμήματα του πληθυσμού που «παραδοσιακά» αποκλείονταν από την πολιτική διαδικασία μέχρι την έλευση του «τσαβισμού». Αν η Βενεζουέλα είχε μια κανονική αντιπολίτευση θα μπορούσε να λειτουργήσει ευεργετικά προς την κυβέρνηση και να έδινε την ευκαιρία στον κίνημα του «τσαβισμού» να αναζητήσει τις αιτίες για το τι πάει στραβά ώστε να τις διορθώσει.

Αλλά η αντιπολίτευση είναι οτιδήποτε άλλο παρά «φυσιολογική»: Εξακολουθεί να κυριαρχείται από την εκδίκηση ολιγαρχικών προσώπων και δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη ότι το δεξιό μπλοκ της Βενεζουέλας θα δείξει σεβασμό στα δημοκρατικά δικαιώματα αν έρθει στην εξουσία. Μέχρι τη στιγμή που θα συμβεί αυτό, η ηγεσία του PSUV (του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος) μπορεί να έχει ήδη καταστρέψει τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα της Μπολιβαριανής Επανάστασης. Θα πρέπει να αντληθούν διδάγματα από τη διάλυση αυτής της επανάστασης. Αλλά αυτά τα διδάγματα θα πρέπει να αποκλείσουν την επιθυμία να αλλάξει ρότα η Βενεζουέλα, αλλά και κάθε χώρα που επιθυμεί έναν πιο ανθρώπινο δρόμο ανάπτυξης, λόγω της πίεσης από τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

* Washington Consensus: Τύπος νεοφιλελεύθερης μακροοικονομικής πολιτικής που προτάθηκε στο τέλος του 20ού αιώνα από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα προς τις χώρες που υποφέρουν από οικονομική κρίση.

http://tvxs.gr/news/kosmos/benezoyela-mises-doyleies

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου