Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Τα Χριστούγεννα της Μάρθας


Διήγημα - Β. Νευροκοπλή

Τι κι αν λυσσομανούσε ο Βαρδάρης; Τι κι αν είχαν ξενυχτήσει στο δόσιμο; Ένας καφές, δυο τσιγάρα, τρεις κουβέντες στα πεταχτά και μετά όλες ένα χεράκι ν’ ανάψουν το μεγάλο χάλκινο καζάνι της αυλής. Να βράσει το νερό, να ρίξουν μέσα τα σεντόνια, το σαπούνι, ξύλο, ανακάτωμα, στράγγισμα, άπλωμα. Υψηλής πίεσης έλεγαν πως ήταν το καζάνι, γύρω γύρω χτισμένο πυρότουβλα, άναβε στο πι και φι, το ζήλευε όλη η γειτονιά, το ζήλευα κι εγώ. Κάθε φορά που περνούσα έλεγα μέσα μου, “αχ, και να ’χα δικό μου όλον αυτόν τον χαλκό, να τον πουλήσω στον παλιατζή, ε, ρε, φράγκα που θα ’πιανα! Η μάνα μου θα πετούσε απ’ τη χαρά της…”
Μόλις νύχτωνε άλλες γυναίκες στέκονταν στο παράθυρο κι άλλες στην πόρτα φούμαραν βαριεστημένα μέσα στην παγωνιά ντυμένες στα φτηνά σιθρού με κίνδυνο να αρπάξουν πνευμονία. Οι γυναίκες που ξεδιψούσαν τις ορμές του 6ου Αμερικάνικου στόλου, για να ζήσουν. Η Μάρθα καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο, καπνίζοντας αδιάφορα. “Όταν σε θέλει η δουλειά δεν την κυνηγάς, σε κυνηγάει. Την κυνηγάς μονάχα αν δε σε θέλει.” Και την Μάρθα η δουλειά την ήθελε. Εξάλλου είχε ήδη γίνει μαντάμα. Όλοι την ήξεραν, κι όποιος δεν την ήξερε, αλλά μπορούσε να την πληρώσει, την μάθαινε.

Δεν στολιζόταν όπως οι άλλες, δεν καταδέχονταν να φορέσει ψεύτικα. Μόνο ένα μεγάλο δαχτυλίδι φορούσε στο δεξί χέρι, απ’ τον μόνο άντρα που αγάπησε και την παράτησε κάποτε έξω απ’ της εκκλησιάς την πόρτα. Όποτε στεναχωριόταν, σήκωνε ασυναίσθητα το χέρι κι έτριβε το μονόπετρο στο μέτωπο σαν να προσπαθούσε ν’ ανοίξει χαραμάδα μέσα στο μυαλό της, να βολευτεί η καινούρια λύπη δίπλα στις παλιές. Ελεγε πως εκεί κατοικούν οι στεναχώριες. Αν καταφέρουν και μπουν και βρούνε τόπο να σταθούν, ησυχάζει ο άνρθωπος, ησύχαζε κι αυτή.

Την έβλεπα κάθε Κυριακή. Πήγαινα στις έξι στο φούρνο, -τσούρμο η πιτσιρικαρία τις Κυριακές που δεν είχαμε σχολείο-, καμιά τριανταριά παιδιά. Παίρναμε τις τάβλες, στοιβάζαμε όρθια τα κουλούρια, εκατό κουλούρια στις μικρές, εκατόν πενήντα στις μεγάλες για όσους μπορούσαν να τις σηκώσουν, μιάμιση ώρα δουλειά. Μας ήξερε, δε μας ήξερε, ο φούρναρης μάς εμπιστεύονταν. Τις βάζαμε στο κεφάλι και ξεκινούσαμε. Γύρω στις οχτώ ήμασταν στους δρόμους. Εγώ στη γειτονιά είχα τους δικούς μου πελάτες. Σαράντα κουλούρια θα έφευγαν εκεί, τα υπόλοιπα τα πουλούσα έξω απ’ τους αγίους Πάντες μέχρι το μεσημέρι. Επέστρεφα την τάβλα άδεια, έδινα εξήντα δραχμές στον φούρναρη, μου έμεναν σαράντα, τα πήγαινα στη μάνα μου.

Πρώτη στάση στη Μάρθα. Κάθε Κυριακή με περίμενε έξω απ’ την πόρτα. Αγόραζε δυο κουλούρια, ένα γι’ αυτήν κι ένα για τον γιο της που ήταν φίλος μου, παίζαμε μαζί. Μου έδινε δέκα φράγκα σε χαρτονόμισμα, κι έλεγε: για την εκκλησία. Ήμουν εννιά χρονών. Δεν καταλάβαινα.

Κυριακή έπεσαν και τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς. Τρεις ώρες πιο μπροστά στο φούρνο, τρεις ώρες νωρίτερα κι έξω απ’ το σπίτι της Μάρθας. Δε φορούσε τη συνηθισμένη της ρόμπα, κόντεψα να μην τη γνωρίσω. Μια ζιβάγκο μαύρη μπλούζα και μια φούστα κάτω απ’ το γόνατο μαύρη κι αυτή, μαύρο καλσόν και παπούτσι χαμηλό. Καλοχτενισμένη, ούτε κραγιόνια, ούτε πούδρες.

“Πάρε νόστιμα, πάρε τραγανά!” Μου δίνει το δεκάρικο, “για την εκκλησία”, μου λέει πάλι, της δίνω τα δυο κουλούρια και τα ρέστα. Έβαλα την τάβλα στο κεφάλι κι έμεινα να την κοιτώ γεμάτος απορία μέχρι που χάθηκε η μαύρη κουκίδα της μέσα στο χιόνι.

Το μεσημέρι κρυφάκουσα τη μάνα μου που έλεγε στον πατέρα μου πως την είδε ν’ ανάβει ένα μάτσο κεριά στην εκκλησία. “Η βρωμιάρα, ρίχνει τα βρωμολεφτά της στο παγκάρι, σαν δε ντρέπεται, μαγαρίζει και τα δικά μας λεφτά, τα τίμια”, μουρμούρισε η διπλανή της. “Μη τη συνορίζεσαι, ψυχή έχει κι αυτή…”, απάντησε η μάνα μου. Δεν φίλησε τις εικόνες, είπε, ούτε προχώρησε μπροστά. Τράβηξε ίσια στην πιο σκοτεινή γωνιά, πίσω στο νάρθηκα, κι έφυγε πρώτη απ’ όλους πριν το “Δι’ ευχών”. Η μάνα μου είδε το πρόσωπό της ν’ αστράφτει. Την είδε που έφυγε τρέχοντας και βγήκε να την προλάβει, να της πει ένα “χρόνια πολλά”. Δεν την πρόλαβε. Ήταν πονετική γυανίκα η μάνα μου.

Έτσι όπως έτρεχε μέσα στο χιόνι να γυρίσει γρήγορα πριν ξυπνήσει το παιδί, πριν την πάρουν είδηση οι κακές γλώσσες, όμορφη και μόνη, λευκή σαν το χιόνι μέσα στα μαύρα ρούχα της, γλύστρησε στους πάγους κι έπεσε στη μέση του δρόμου. Δεν έβγαλε φωνή, κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Κανένας δεν την πήρε είδηση. Ούτε περαστικοί ούτε αυτοκίνητα περνούσαν εκείνη την ώρα. Η μάνα μου την είδε από μακριά κι έμεινε κόκκαλο. Ένας σκύλος έτρεξε κοντά της κι άρχισε να της γλείφει το μέτωπο που έτρεχε αίμα. Ίσως για να κλείσει καλά τη σχισμάδα που χώρεσε τις λύπες της ζωής της, να μην περάσουν άλλες το κατώφλι της, κι η ψυχή της, σαν το χιόνι και το δέρμα της το βελούδινο, λευκή, ν’ αφήσει μια για πάντα όλα τα βάρη της πίσω στη φτωχογειτονιά, να μη βαρύνει τα φτερά των αγγέλων, να μη σκιαχτεί το φως τους το εκτυφλωτικό. Σαν δάκρυ ν’ ανέβει λίγο πιο ψηλά, δάκρυ με τη συνοδεία του φωτός των κεριών της.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Έκλεισε το μπουρδέλο του Παλιού Σταθμού. Μόλις το έμαθα, άρχισα να πηγαίνω κάθε βράδυ με φόβο και τρόμο μη με πάρουν είδηση. Γκρέμιζα τα πυρότουβλα, ώσπου μια μέρα ελευθέρωσα το χάλκινο καζάνι κι ο Θεός ξέρει πώς, το κουβάλησα μέχρι τον παλιατζή. Η πείνα σου δίνει δύναμη που δεν υποψιάζεσαι πως έχεις. Με καλοπλήρωσε και η μάνα μου έκανε χαρές και πανηγύρια. Μα δεν της έδωσα όλο το κατοστάρικο. Κράτησα οχτώ δραχμές και τράβηξα ίσια στην εκκλησία. Τα έριξα όλα στο παγκάρι κι άναψα ένα μάτσο κεριά για την ψυχή της Μάρθας, σαν να της το χρωστούσα. Γύρισα σπίτι. “Ήταν τίμια τα λεφτά που είχε ρίξει στο παγκάρι η Μάρθα, μάνα”, είπα στη μάνα μου μπαίνοντας στην κουζίνα. Με κοίταξε απορημένη. “Πού τη θυμήθηκες παιδάκι μου τη Μάρθα; Και πού ξέρεις τι λεφτά ήτανε;”, με ρώτησε ξαφνιασμένη. “Μου το είπε σήμερα ένας φίλος μου, μάνα, που εκείνη τη μέρα της πούλησε δυο κουλούρια το πρωί κι εκείνη του έδωσε δέκα δραχμές για να πάρει ρέστα λεφτά τίμια, για την εκκλησία…”

Βασιλική Νευροκοπλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου